- συγκορύφωσις
- συγκορῠφ-ωσις, εως, ἡ,= συγκεφαλαίωσις, ib.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκορύφωσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκορύφωσις — ώσεως, ἡ, Α [συγκορυφῶ] συγκεφαλαίωση … Dictionary of Greek